- χροιῆς
- χροίζωtouch the surfacefut ind act 2nd sg (doric)χροιάsign.fem gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελαγχροιής — και μελανοχροιής, ές (Α) (ποιητ. τ.) μελάγχρους, μελαψός, μελαχρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χροιής (< χρώς «επιδερμίδα»). Το οι τής μορφής χροιής οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
απάλλαξις — ἀπάλλαξις ( εως), η (Α) 1. αναχώρηση ή μέσα για αναχώρηση, διέξοδος 2. απώλεια, χάσιμο («ἀπάλλαξις χροιῆς», για κάποιον που έχασε το χρώμα του) … Dictionary of Greek
χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… … Dictionary of Greek